- πρεκνόν
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ποικιλόχρουν ἔλαφον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek